θέλημα

θέλημα
θέλ-ημα, ατος, τό, ([etym.] θέλω)
A will, Antipho Soph.58 (pl.), Aen.Tact. 18.19, LXX Es.1.8, al., Ev.Matt.7.21, POxy.924.8 (iv A.D.).
II ἔστιν μοι θ. ἔν τινι pleasure in . . , LXX Ec.12.1, cf. 5.3:—also [suff] θελ-ήμη, , Theognost.Can.112.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θελήμα — θελήμᾱ , θελήμη will fem nom/voc/acc dual θελήμᾱ , θελήμη will fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλημα — will neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλημα — το (AM θέλημα, Μ και θέλημαν) [θέλω] θέληση, επιθυμία («γενηθήτω το θέλημά σου») νεοελλ. 1. μικρή εκδούλευση, εκτέλεση παραγγελίας ή μεταφοράς φορητού πράγματος, μικρή εξυπηρέτηση («κάνε μου ένα θέλημα») 2. παροιμ. «πηγαίνει νιος στο θέλημα κι… …   Dictionary of Greek

  • θέλημα — το, ατος 1. επιθυμία: Ήτανθέλημα του πατέρα μου να γίνω γιατρός. 2. παραγγελία: Κάνει θελήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θελημά — θελημός willing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρκεῖ ἐν μεγάλοις καὶ τὸ θέλημα μόνον. — См. Попытка, не пытка, а спрос не беда …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • θεληματίζω — [θέλημα] αναθέτω σε κάποιον θέλημα, μικρή υπηρεσία, παραγγελία …   Dictionary of Greek

  • θελημάτων — θέλημα will neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελήμασι — θέλημα will neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελήμασιν — θέλημα will neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θελήματα — θέλημα will neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”